- οιμώζω
- (Α οἰμώζω)κλαίω γοερά, θρηνώ, οδύρομαι («ᾤμωξέν τε καὶ ὣ πεπλήγετο μηρώ», Ομ. Ιλ.)αρχ.1. (για τραυματία) βογγώ, στενάζω2. λυπάμαι κάποιον, οικτίρω3. (συν. στην προστ. οἴμωζε και σε άλλους τ. ως τυπική λαϊκή έκφραση για κατάρα) γκρεμίσου, σκάσε, πλάνταξε, βούλωσέ το («οἴμωζε μεγάλα», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφών. οἴμοι (πρβλ. αἰαῖ: αἰάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.